Poem : Stamatina Vathi
Πουλιά
5-7-2019
Μια βροντή του τσίμπησε βαθιά την καρδιά.
Έτρεχε και ο αγέρας ο θαλασσινός του μπέρδευε τα μαλλιά.
Λίγο η αλμύρα, λίγο η βροχή, λίγο η ψυχή που έκλαιγε, είχε η σκέψη αποσβολωθεί και η φαντασία αλήτευε σε άλλα λιμάνια, να βρει μια φυγή.
Παιδί αμούστακο, πατέρας πνιγμένος μέσα στο αλκοόλ και η μητέρα να τρέχει να βρει λίγο ψωμί, ενδιαφέρον απόν.
Μερικές φορές σκεφτόταν ότι ένας γλάρος τον έφερε από μακριά,
ότι τον πέταξε στην πιο άπονη και σκληρή του κόσμου πλευρά.
Τι αλήτη τον φώναζαν, τι κλέφτη, τι φουκαρά και αυτός ταξίδευε ασύστολα με του γλάρου τα φτερά.
Την αγαπούσε την θάλασσα, την είχε φίλη καλή,
της έλεγε τα μυστικά του, μέσα στο γαλάζιο βλέμμα της είχε αμέτρητες φορές χαθεί.
Είχε κάνει παρέες, φίλους γλάρους σαν αυτόν,
αλλά πολύ είχαν χαθεί σε δόσεις από ουσίες και σε κόσμο απατηλό.
Τους έβλεπε πως έτρεμαν, τους έβλεπε και σπαρταρουσε και αυτός,
ψάρι, τροφή οι γλάροι αυτοί, δεν πετούσαν, είχαν σε σκοτάδι απορροφηθεί.
Τα είχαν χάσει τα φτερά και έπαιζαν με το χάρο παιχνίδια σκληρά,
ζωές που αιμορραγούσαν οικτρά.
Τα πρόσεχε τα φτερά του, τα πρόσεχε πολύ,
αλλά μερικές φορές οι λέξεις γίνονταν σφαίρες στο αδύνατό του κορμί.
Άραγε είχε φάει??
Μέσα στην στεναχώρια του το είχε ξεχάσει και αυτό και η κοιλιά βρυχόταν,
αρκούδα άγρια να κάνει κακό.
Είχε τον φίλο του τον Μπομπ να μοιραστεί λίγο ψωμί και αυτός κουνούσε την ουρά του, του έκανε χαρά με υπομονή.
Έλα Μπομπ, έλα Μπομπ του είπε να φάμε καμιά μπουκιά,
τα φτερά μου βράχηκαν, πονάει η καρδιά.
Είχε πνιγεί στην αδιαφορία αλλά ο φίλος του εκεί δεν θα τον εγκατέλειπε, μέσα στον πόνο είχαν γαλουχηθεί.
Δυο εγκατελειμένοι, πεινασμένοι για αγάπη, μια μπουκιά ψωμί, την ειμαρμένη.
Μολις πετάξω θα σε πάρω του είπε ψιθυριστά,
πάνω σε αφρούς και κατάρτια θα πετάμε παντοτινά.
Ήθελε να μεγαλώσει, να πιάσει μια δουλειά,
να γίνει καπετάνιος στην ζωή του με ανοιχτά πανιά.
Η κοιλιά γουργούριζε αλλά η ελπίδα τρεμόπαιζε στην ματιά και από το πείσμα θέριευε, γινόταν λαίλαπα κανονικιά.
Εσφιξε την γροθιά και η ματιά χάθηκε στους φίλους του τα πουλιά.
Ο Μπομπ έσκουξε γιατί ήθελε αγκαλιά και συνέχισαν τον δρόμο τους με ένα κομμάτι ξερό ψωμί και τις σκέψεις φτερά να πετάνε μακριά.
Μάλλον το μέλλον σκεφτόντουσαν, ίσως και τίποτα τελικά.
Είχαν ο ένας τον άλλον, φιλαράκια καλά.
Πίνακας : Odysseas Anninos