Βαθιά ματιά.
11-6-2019
Poem : Stamatina Vathi
Τι βαθιά ματιά, σιρόκο κοφτή!
Μέσα από την έρημο είχε γεννηθεί.
Πονεμένη ψυχή με πολλά μυστικά,
άνθρωπος γεράκι με ανοιχτά φτερά.
Είχε γνωρίσει ολόκληρο λεφούσι από καρδιές,
τις είχε προδώσει, είχε προδωθεί από αυτές.
Κουρσάρος και καπετάνιος,
άρχοντας και σκλάβος.
Αλλά η μοναξιά ήταν κλειστό βιβλίο,
ήθελε να το μοιραστεί,
να γίνει ιστορία για δύο,
να κλάψει, η καρδιά να σειστεί.
Και όπως η καρδιά φυσαλίδα στον αγέρα,
έπαιζε με την φύση,
έκανε έρωτα με τον θαλασσινό αγέρα,
τον έφερε σε ένα λιβάδι όλο λουλούδια
και εκεί είδε νύμφες να του λένε τραγούδια.
Ήταν μια ξέπλεκη μαυρομάλλα,
με ένα γέλιο χειμαρώδες,
με στήθη γεννημένα στο γάλα.
Την ερωτεύτηκε,
την αγάπησε ο θυελλώδης,
έγινε στον κάμπο ο κύρης,
ο άντρας στο δικό της σεντόνι.
Ο ήλιος έλουζε όλη την φύση,
πέταλα και ηλιαχτίδες πάνω στο σώμα.
Στόματα από μπρούσκο κρασί
ο κουρσάρος στην αγκαλιά της είχε την αθανασία γευτεί.
Ένα αηδόνι σιγοκελαηδούσε.
Τα πέταλα είχαν στραφεί προς τον ήλιο,
τα άνδρωνε και τα ποθούσε.
Έστελνε τις αχτίδες του να τα ξυπνήσει
και ο κουρσάρος είχε ρίζες κάνει,
με τον δικό του ήλιο σιγομιλούσε.
Πύρωνε ο αγέρας,
γινόταν καυτός,
σπόρια και θησαυροί,
κάνανε έρωτα στο φως.
Η άγκυρα είχε πέσει από καιρό
και η θάλασσα του έγνεφε μόνο για καμία βόλτα,
για κανένα γλυκό σκοπό.
Ήθελε να της πει που και που τα παράπονά του,
γεράκι αυτό με κλειστά ποια τα φτερά του.
Πετούσε, πετούσε μερικές φορές μέχρι το ψηλό βουνό,
αλλά μόνο για να δει τον ήλιο και να ατενίσει την θάλασσα, να κάνει τον βιγλάτορα, τον φρουρό.
Είχε κάνει τρία θηλυκά
και ήθελε να τους βρει κουρσάρους αλλά με μαζεμένα τα φτερά, φάρους.
Να ξορκίζουν το χάος,
να ορίζουν γη και ιερά,
σάρκες, χώμα, αγέρα και όλα τα αγαθά.
Ήθελε να κάθονται όλοι μαζί,
γεράκι αυτός, γεράκια και αυτοί.
Να μιλάνε με τον ήλιο,
να φυλάνε στην πιο ψηλή κορυφή.
Βαθιά ματιά, σιρόκο κοφτή.