3-1-2019
Poem : Stamatina Vathi
Αυτό το ξόρκι ήταν πολύ βαθύ,
έφτανε μέχρι την ψυχή και ακόμα παρακεί.
Είχε αγαντάρει και έπαιρνε μια ρουφιξιά,
να διώξει το κακό και ότι του έτρωγε τα σωθικά.
Το άλμπουρο έσκιζε οικτρά τον ουρανό,
ασάλευτο στο εγώ του και εχθρικό,
τα είχε βάλει με τα σύννεφα που είχε στην καρδιά
και η μοναξιά λυσσομανούσε πάνω στα πανιά.
Τι γέλιο, τι δάκρυ, τι γιατί, τι πάθη??
Είχαν δέσει μια πέτρα στο λαιμό
και είχαν βυθιστεί έρμαια στα ρεύματα βαθιά στον ωκεανό.
Μια μάσκα ήταν απλωμένη
και ζητούσε να σκιστεί, να γίνει ανθρώπινη, η ειμαρμένη, να αποκτήσει ρυθμό και ζωή.
Δάκρυζε η θάλασσα, φώναζε και ωρυόταν από όσα είχε τόσα χρόνια καταπιεί
και η καδένα, θηλιά στο λαιμό που δεν ήθελε να ελευθερωθεί.
Αντάρτευε η ψυχή, αντάρτευε, ήθελε να γίνει λόγος, να βγάλει κραυγή.
Ήθελε να λεβάρει ο πόνος, να αρμενίσει μακριά,
αλλά ήταν λεπίδα και αντάρα, καταιγίδα που τον πήγαινε και πιο μακριά.
Από που? Από τι?
Ήταν τόσο σκληρό και αινιγματικό το βλέμμα, τον είχε θεριέψει η σιωπή.
Αλλά αυτός έκλαιγε, έκλαιγε, χωρίς ζωή,
το φως και η ελπίδα μέσα στον βυθό που τον είχε καταπιεί.
Ο αγέρας θέριευε, του έξυνε τις πληγές,
η θάλασσα του έριχνε αλάτι και του αναζωπύρωνε ενοχές.
Πόσα πράγματα να σκεφτεί??
Ένα γέλιο γλυκό μέσα στο πάτο του ποτηριού έψαχνε απεγνωσμένα να βρει.
Που είσαι ” αύριο το πρωί”??
Που έχεις χαθεί??
Ένα ερωτηματικό του τριβέλιζε την σκέψη χωρίς λύπηση, χωρίς ηθική.
Ο αλμυρός αγέρας δεν έλεγε να κοπάσει,
σφυρηλατούσε και έσκαβε, άναβε φωτιές και παίδευε.
Ήταν ένας Οδυσσέας που είχε χαθεί
και μια Κίρκη τον είχε κάνει ερείπιο, χωρίς φωνή.
Ποια Πηνελόπη να τον προσμονά,
ποιος Τηλέμαχος να τον πάρει μέσα στα χέρια του μια αγκαλιά,
ποιος Άργος να τον προυπαντήσει από χαρά
και ποια Ιθάκη να τον αφήσει να δέσει το σκαρί του παντοτινά??
Ποιος?? Ποια?? Τι??
Έριξε βλέμμα στο ουρανό σαν ικεσία σπαρακτική.
Πονάει η ψυχή άραγε??
Ποιος να το πει.
Μόνο αυτός και τα θεριά του,
με τα θεριά της φύσης να μονολογεί.
Δύσκολος αγώνας, ζόρικος,
τι κέρδος άραγε να βγει??
Να πουλήσει το εαυτό του στον διάολο??
Να γίνει ένα με την κόλαση να καεί??
Να δώσει μια μαχαιριά σε αυτό το νήμα
που το έδενε και τον παίδευε πιο πολύ?!
Αλλά αυτό το χαμόγελο, αυτή την ζεστασιά, αυτό το κόκκινο κρασί που έρεε, που του είχε πάρει τα μυαλά…
Που θα το έβρισκε ξανά??!!!
Βίρα τα πανιά…
Βίρα τα πανιά…
Ακούω το μέταλλο να κροταλίζει,
να κάνουν θόρυβο δυνατά.
Ο βυθός είναι σε μεγάλη αναταραχή,
ηφαίστειο και λάβα ο Πόθος να γιγαντώνει την έλλειψη υπομονής.
Εεεεε εσύ Ποσειδώνα κλείσε τα αυτιά,
σταμάτα την οργή, δώσε μου την Ιθάκη που έψαχνα από παλιά.
Άσε το δάκρυ να χυθεί, να διώξει όλα τα βάρη,
να γίνει χάδι, να γίνει φιλιά.
Βίρα την άγκυρα, πάμε για μια καρδιά.
Ένα γεράκι ήταν η ψυχή,
λαβωμένη και σκιρτούσε για ένα χάδι, λίγη στοργή.
Πόναγε, πόναγε και έκλαιγε κρυφά,
ηταν άτεγκτος ο Ποσειδώνας, δεν είχε ζέση στην καρδιά.
Πόσο να καταλάβει ότι ήθελε να ανοίξει τα φτερά,
να φτάσει στο ζεστό του λιμάνι, στο φάρο που του είχε φωτίσει κάθε του βράδυ.
Τα σκοτάδια τον είχαν κάνει σκληρό,
μόνο εσύ “αύριο το πρωί” μπορείς να σώσεις αυτόν τον ναυαγό.
Πέτα γεράκι, πέτα ψηλά,
φτάσε τον φάρο, μείνε στο λιμάνι που σε αποζητά.
Πέτα… Πέτα δυνατά.