Poem :Stamatina Vathi
27-5-2018
Όπως κροτάλιζε αυτό το χρυσό βελανίδι πάνω στον καρπό,
φωνές σαν πουλιά πετούσαν σε όλο τον κάμπο και το βουνό.
Άγρια περιστέρια φτερούγιζαν, καρδιές που χτυπούσαν γοργά
και οι πηγές κελάρρυζαν μονολογώντας τραγούδια γλυκά.
Κύμβαλα και κρουστά και η γυμνή σάρκα στο χώμα γινόταν ένα με της Γης τα μυστικά.
Σταγόνες από δάκρυ και αίμα κατάχαμα, αγκαλιαστά και η βελανιδιά θρόιζε ψιθυρίζοντας σιωπηλά.
Πάντα την αγαπούσε ο κεραυνός
και ο αετός καθόταν σιμά της αγέρωχος και δυνατός.
Τίναξε τα μαλλιά της, έβαλε όλο το σώμα της πάνω στον κορμό
χίλια πουλιά πέταξαν σε κάθε προορισμό.
Και το νερό κελάηδαγε, την δρόσιζε κρυφά,
μετέφερε τα βότσαλα γράφοντας πως την αγαπά.
Σειρήνες του Ήλιου να την καλούν,
μούσες και νύμφες να σιγοτραγουδούν.
Ώμοι γυμνοί, πρόσωπο, χέρια πάνω στου δέντρου το κορμί.
Σε αγαπάει πολύ…
Και τα φύλλα κουνιόντουσαν από την χαρά,
έπαιζαν με τις κόρες του Ήλιου,
χόρευαν μυθικά.
Ένας δρυοκολάπτης κοκκίνιζε περισσότερο, ήθελε να παραστήσει την βροντή,
χτύπαγε και λαχάνιαζε πάνω στου ξύλου την πυγμή.
“Σταμάτα” του είπε…
Σήκωσε τα χέρια ψηλά, έπιασε τις αχτίδες, μέσα από τα φύλλα, έφτιαξε δίχτυ από φωτιά.
Έβαλε νερό στα χείλη από την πηγή, πίσω από τα αυτιά, τους καρπούς και στον αγέρα έδωσε φιλί.
Δάχτυλα να κροταλίζουν, πουλιά να πετούν,
να ετοιμάζονται για το λυκαυγές, φωνές να καλούν.
Ένα πέπλο θα πέσει φωτεινό,
το φεγγάρι είναι στο δρόμο, πάω να το προϋπαντήσω, να του πω το μυστικό…