Αυτό το τσόφλι ήταν πολύ σκληρό….
Είχε δύναμη, δεν ήθελε να ραγίσει.
Φώναζε με βαθιά φωνή,
έμπηξε τα νύχια πιο βαθιά στην σάρκα,
να αντέξει, να μην χτυπήσει.
Ήταν σκληρό σκαρί,
μέσα στις κακουχίες μεγαλωμένο,
δάκρυ στο δάκρυ, αίμα να φτύνει πολύ,
ιδρώτας να τρέχει απο το σκληραγωγημένο του κορμί, το αντρειωμένο.
Είχε φάει την ζωή με το κουτάλι,
την είχε γευτεί όλη την πίκρα,
θάλασσα ανοιχτή,μεγάλη.
Και οι ρυτίδες είχαν γίνει χαρακιές,
τόσο βαθιές, χαράδρες που τρέχανε βάσανα, ανοιχτές.
Η ελπίδα είχε χάσει τον δρόμο της από την σκληρή του ματιά,
ίσως ήταν η καρδιά που από αγάπη είχε πάψει να χτυπά.
Ίσως ήταν η μοναξιά που του ροκάνιζε την ψυχή,
μέταλλο σκουριασμένο που η λάμψη είχε χαθεί, στέρεψε να φωτοβολά.
Αντάρτευε η θάλασσα, θύελλες λυσσομανούσαν μέσα σε αυτό το τσόφλι το σκληρό και καρπό δεν έλεγε να δώσει, ήταν κρυμμένο να μην πληγωθεί ξανά, να μην δώσει γέλιο, ούτε ένα χάδι αληθινό.
Μόνο το κρασί έρεε που και που στα σωθικά,
έδινε λίγο φως στο βλέμμα, μια σπίθα στην ματιά.
Αλλά ήταν αργά….
Είχε κουραστεί, είχε χτυπηθεί αλύπητα, είχε χάσει την υπομονή.
Οι χαρακιές είχαν φτάσει μέχρι την ψυχή…
Μόνο μια νύχτα όπως το φεγγάρι έκοβε βόλτες πάνω στις γειτονιές,
έφτασε πέρα μακριά, κοντά στην όχθη,
ένα κλάμα, μια αργόσυρτη φωνή, ένα παράπονο σαν στερνό αντίο να χάνεται με τα κουφάρια από τα καράβια σε ένα ύστατο καημό,
ένα τελευταίο δάκρυ για της καρδιάς τον χτύπο τον αληθινό.
Και οι ώμοι αναταραζόντουσαν, χτύπημα γερό,
ήταν δυνατός αυτός ο ναύτης, είχε κουπί κάνει σθεναρό…
Η ζωή, η ζωή ήταν ψεύτρα μαζί του, ύπουλη και σκληρή,
σαν την θάλασσα που αγαπούσε πολύ…
Οι σκέψεις πουλιά που πέταξαν, το μυαλό δεν τις ήθελε πια, τις ελευθέρωσε προς το φεγγάρι και ένας ρόγχος ακούστηκε πυροβολισμός μέσα στην βραδιά….
Τα αστέρια έλαμψαν περισσότερο, τον πήραν γλυκά στην αγκαλιά και μια κουκουβάγια έκλαψε, έκλαψε και πέταξε και αυτή ακόμα πιο μακριά…
Stamatina Vathi
11-6-2018