Poem: Stamatina Vathi
5-9-2016
Σαν σπόρος Χαράς πετάω ψηλά στην δικιά σου αγκαλιά.
Θέλω να σε φτάσω, να σου χαϊδέψω τα μαλλιά,
να σου αγγίξω το κορμί, να σου δώσω ένα φιλί.
Ο αέρας με πάει μια εδώ μια εκεί.
Δίνω δύναμη να σε φτάσω πιο πολύ.
Αλλά αυτός είναι πιο δυνατός.
Θα με πάρει, θα με στείλει σε μέρη ξένα,
σε άλλους ουρανούς, σε άλλη πόλη, άλλη γη.
Προσπαθώ να φωνάξω, από κάπου να κρατηθώ.
Θα ήθελα από εσένα αλλά δεν είσαι εδώ.
Πιάνομαι σε ένα δέντρο, προσπαθώ να βγάλω κραυγή.
Αλλά φωνή δεν υπάρχει, έχει εξαφανιστεί.
Ένα πουλί πετάει, μου έρχεται κοντά.
Με βάζει πάνω στην πλάτη του, με φέρνει πιο σιμά.
Ο ήλιος με χαϊδέυει μου δίνει δύο φιλιά.
Μια ηλιαχτίδα με αγκαλιάζει, μου δίνει δύναμη, πυγμή, ενέργεια φωτεινή.
Πέφτω στης λίμνης το νερό,
αυτό που μου δώσανε για να σε ξεχάσω, να σε απαρνηθώ.
Ξάφνου παίρνω την μορφή μου πάλι,
γίνομαι άνθρωπος με ορμή και πάλη.
Μαύρα μαλλιά να σε χαϊδεύουν,
όταν στο στέρνο σου ξαποσταίνουν.
Μαύρα μάτια να σε κοιτάνε, με λατρεία να σε αγαπάνε.
Χείλη μικρά να σου μιλάνε, με θαυμασμό να σου τραγουδάνε.
Να περιμένουν να σε ανταμώσουν,
να σε γευτούνε και γλυκά να σου θυμώσουν.
Να σου γελάσουν και το γέλιο να φτάσει μέχρι την καρδιά.
Να γίνει βάλσαμο και χάδι για την πληγωμένη σου ματιά.
Τα χέρια μου σαν φτερά σε αγκαλιάζουν με στοργή και αφόρητη προσμονή.
Οι ηλιαχτίδες μου χαϊδεύουν τα μαλλιά και με στέλνουν όλο και πιο πολύ στην δική σου αγκαλιά.
Γίνομαι ένα, έχω απορροφηθεί.
Κύτταρο στο κύτταρο έχω ενωθεί.
Μια νεράιδα από της ανατολής τα σωθικά.
Μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά, ψυχή του ανέμου,
νερό στην ομορφιά.
Καρδιά της φωτιάς, μορφή της γης,
ένα μείγμα από τον ουρανό, τον ήλιο και το φεγγάρι της ζωής.
Γεράκι στην ψυχή, αετός στην καρδιά.
Μια καρδιά από περίεργη πάστα που μόνο εσένα θα αγαπά.
Αλλά θέλει προσοχή γιατί ο άνεμος θα φυσήξει πάλι και νερό θα θέλει να της δώσει να πιει.
Το νερό της λησμονιάς.
Αλλά εκεί θα δείξεις πόσο την αγαπάς.
Τραγούδι θα σου τραγουδίσει,
μόνο για εσένα.
Με την ματιά της θα σου μιλάει και γλυκά θα σε φιλάει.
Θα την κρατήσεις δυνατά για να μην σου φύγει πότε πια.
Φωτογραφία: Stuart Sanderson