Poem: Stamatina Vathi
Τα κύματα μύριζαν ιώδιο και καταιγίδα.
Είχε φυσήξει και τραντάξει όλο το βράδυ με επιμονή,
δύο πελαργοί τσαλαβουτούσαν μια εδώ και μια εκεί,
όλο το μπλε από την φύση ασύστολα είχε χυθεί.
Γλυκό και απάνεμο το ταξίδι και με τα κρόταλα να παιανίζουν για τροφή πολλή.
Ο ουρανός την θάλασσα είχε αγκαλιάσει,
κάθε λόγο της είχε εστερνιστεί,
το τραγούδι της είχε θαυμάσει,
σφοδρά και άπειρα την είχε ερωτευτεί.
Ήταν η συνέχεια της γης,
το άλλο το μισό της,
η καρδιά της, η ψυχή.
Μια αμυγδαλιά δώρο της είχε φέρει,
να την μυράνει, να την στολίσει στο φωτεινό της μπλε.
Ανθη και καρπούς να της κάνει,
άσβηστο λυχνάρι να της θυμίζει τον έρωτά του,
την κάθε του σκέψη που απεγνωσμένα την αποζητούσε να την δει.
Η καταιγίδα την είχε νευριάσει,
άφριζε και χτυπούσε κάθε βράχο,
κάθε καράβι χωρίς ενοχές.
Μαύρη και τρικυμιώδης, ταύρος ανίκητος, παροιμιώδης…
Πόσο πειθήνια σήμερα ήταν!!
Αλλά αυτός από την ηρεμία της δεν γελιόταν.
Καθόταν και την θαύμαζε, την ομορφιά της χαιρόταν.
Η αμυγδαλιά έλαμπε μες τα λευκά της…
Ήταν σύμβολο της αληθινής του αγάπης,
άσπιλη, τρυφερή, ελπίδα πραγματική.
Ο χειμώνας είχε σκοπό να αποχωρήσει,
το διατυμπάνιζαν οι πελαργοί,
όλη η φύση
και αυτή η άσπρη νύφη του χιονιά, η θεϊκή.
Τον εξόρκιζε τον γέρο χειμώνα,
του έκανε με τα κλαδιά της τερτίπια πολλά.
Του έλεγε ” φύγε, φύγε τι κάθεσαι εδώ ακόμα, κάθε πράγμα έχει τον καιρό του, πήγαινε στο καλό και έλα μετά ξανά”.
Ήταν μια οπτασία, ένας προάγγελος μιας νέας αρχής.
Μια λευκή προσευχή,
ένα γράμμα μέσα στο γαλάζιο, μια υπογραφή.
Μια φλόγα που θα καίει αιώνια με πάθος και επιμονή.
Αχτίδες και λάμψεις έβγαιναν από τα κλαδιά της,
άνθισε και έβγαλε καρπούς στην στιγμή.
Αναπηδούσε η ψυχή.
Ο χρόνος έτρεχε και τσαλαβουτούσε και έδινε όρκους με όλο το μπλε ότι γλυκά και ήρεμα θα προχωρούσε.
Την αγαπούσε την ζωή,
όλο το μπλε και το λευκό και την κάθε στιγμή.
Γέλασε η αμυγδαλιά και στον χρόνο έδωσε φιλί.
Όλα τα χρώματα έχει η παλέτα,
σταλιά σταλιά,
θάλασσα και ουρανός μια αγκαλιά.
22-3-2019
Πίνακας: Stylianos Papadopoulos