Poem : Stamatina Vathi
Ήταν σκοτεινό αυτό το ουρλιαχτό.
Έσκιζε λεπίδα κοφτερή, τη γη και τον ουρανό.
Οι άγγελοι είχαν πάψει να υμνούν,
μόνο το δάκρυ έτρεχε κρύσταλλο που μπιγόταν βαθειά στην ψυχή παιδιού.
Λύσσα κατέτρωγε τα σωθικά,
έκαιγε και μαύριζε κάθε καλό μέσα στην καρδιά
και αυτή βουβά καρτερούσε ένα αγαπώ,
ένα λόγο μέσα από του αγέρα τον αληθινό σκοπό.
Κόρη και γιος αυτός πιο μικρός,
μαύρα μαλλιά και η ματιά χαμένη,
χωρίς καθόλου λογικά.
Αυτή η μάνα είχε μέσα στο χρήμα χαθεί,
είχε την ψυχή της για μερικά γρόσια πουληθεί.
Ήταν λάμψη από αυτό το μωβ,
που της έκρυβε το φως από τα μάτια,
ζωή χωρίς σκοπό.
Τι άλογα να τρέξει, που να πρωτοκρυφτεί,
η σειρά της ερχόταν, να πάρει την αμοιβή.
Εσκιαξα από το ποδοβολητό,
νερό πήρα στα χέρια για να εξαγνιστώ.
Μυρτιά και λιβάνι, καύτρα μιας πληγής,
αλλά η ρόδα γυρίζει, ένα παιχνίδι είναι χωρίς τέλος και αρχή.
Ποια είναι άξια να κρίνει,
ποια την πέτρα να σηκώσει από καταγής??!!
Ενα ξέρω ότι δεν ξέρω και ο φθόνος πολύς.
Άκουγα το γουργουρητό από τους σκύλους,
σάρκα και αίμα, τροφή…
Αλλά… Αλλά εάν οι άγγελοι τραγουδήσουν δεν θέλω να είμαι μάρτυρας, θα φύγω ευθύς.
Οι λάμψεις έδιναν ρυθμό
και οι άρπες χορδίζονταν να δώσουν χρησμό.
Ένα κοράκι λαβώθηκε από ψηλά και η καρακάξα έκραξε να πάει να σώσει τα δικά της παιδιά.
Λύσσαξε η ψυχή, ναυάγησε η καρδιά και εκεί από μακριά που την ατένιζα είδα την ελπίδα να ξεψυχά.
Φώναξα “Γιατί?????!!! Γιατί???!!!”
Το μόνο που σκέφτηκα είναι να κάνω προσευχή.
Δεν είμαι άξια να κρίνω. Θεέ μου ξέρεις μόνο εσύ.
Αφέθηκα με ανοιχτά τα χέρια, ατένισα ψηλά.
Όλο το μωβ είχε χυθεί παντού, έγινε μια αγκαλιά.
Η ζωή μου είναι στα χέρια σου φώναζε η καρδιά.
Άστραψε και βρόντηξε, η Ελπίδα δεν ξεψυχά.
12-2-2019