Poem : Stamatina Vathi
Άστρα
Είχε περάσει η ώρα,
την είχε παρασύρει ο καιρός.
Μια φιγούρα σαν από άλλο κόσμο καθόταν αγέρωχα σκοπός.
Μια πλήρη ησυχία αρμένιζε στα πανιά,
λες και είχε φτάσει μέχρι το τέλος του κόσμου εκεί που η θάλασσα και ο ουρανός γίνονταν ένα, ζευγάρι απο παλιά.
Τα άστρα χάιδευαν το πανί,
του έλεγαν για αγάπες, για πάθη, του σμίλευαν την μορφή.
Το φεγγάρι είχε ξαπλώσει,
ήθελε τον ήχο τον γλυκό από την πλανεύτρα θάλασσα να νιώσει, να αποκοιμηθεί.
Ήταν τόσο απόκοσμο το σκηνικό,
μετά από την τόση τρικυμία η καρδιά με την νύχτα έπαιζε κρυφτό.
Χάθηκε το βλέμμα του, χάθηκε πέρα μακριά,
αγνάντευε για το λιμάνι του, για έναν φάρο,
μια φωτιά.
Όχι αυτή που καιγόταν χρόνια στην ψυχή,
αλλά την λάβα που του τυραννούσε την σκέψη, το κορμί.
Τι κύκλωπες του είχαν φάει με μια χαψιά την συντροφιά,
τον είχαν αφήσει μόνο να βλέπει τα άστρα και να προχωρά.
Ήταν η μόνη ώρα που μπορούσε να ησυχάσει η ψυχή,
όταν χανόταν στο μονοπάτι της νύχτας με τα άστρα πριν την Χαραυγή.
Γλυκό μου φεγγάρι, θάλασσα, γη,
αυτό το σώμα τυραννιόταν από κύμα στο κύμα, μέσα στην καταιγίδα, με την αρμύρα για προσευχή.
Μόνο αυτό το πέπλο από αστέρια του γλύκαινε την διαδρομή.
Πως φώτιζαν, πως χορεύαν, πως λικνιζόντουσαν, πως χωρατεύαν….
Σιγοψιθυριστά, μυστικιστικά,
σε ένα κύκλο από εικόνες του νου, με αστερόσκονη, χωρίς τελειωμό, μαγικά.
Νόμιζε ότι ήταν τόσο κοντά στον Θεό,
που ίσως το μυαλό του τον κορόιδευε ή το ουίσκι που είχε πνίξει το τελευταίο παράπονο με μια γουλιά,
σταγόνα σε άνυδρη έρημο χωρίς νερό στην σιγαλιά.
Και εκεί χανόταν η ματιά και ο νους μαζί με όλα τα θεριά.
Ήταν η ώρα που ονειρευόταν ότι ήταν μικρός,
ότι είχε γυρίσει τον χρόνο, ότι ήταν μαζί του καλός.
Δεν τον αγάπαγε ώρες ώρες τον χρόνο, νόμιζε ότι ήταν ποταπός.
Ίσως ήθελε να τον εκμηδενίσει,
να τον αφαιρέσει από την ζωή του,
διαφορετικά να τον εξευμενίσει χωρίς σκέψη γρήγορα και ξαφνικά να τον χτυπήσει.
Είχε καταλάβει την αξία του χρόνου αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί και όπως παρατηρούσε τον ουρανό καθως φώτιζε και άλλαζε μορφή καταλάβαινε πόσο μικρός ήταν χωρίς ένα σκοπό, χωρίς αγάπη αληθινή.
Είχε χάσει τον δρόμο του, τον είχε χάσει,
αλλά μπορούσε να μετράει τα άστρα και να κλάψει, ίσως και να γελάσει.
Τον έσκαβε η αρμύρα αλλά τον χάιδευε της νύχτας ο ουρανός, που με το φεγγάρι και τα αστέρια του ήταν στο ταξίδι αυτό ουραγός.
Αλλά…. Αλλά έπρεπε να ανοίξει τα μάτια της ψυχής,
να δει πιο πέρα από τον ίδιο, το εγώ ήταν θηλιά αιμοχαρής.
Αχ αυτή η ηρεμία, πως τον αγκάλιαζε γλυκά,
ηταν μια ώρα μαγική στο τέλος του κόσμου μια αγκαλιά.
Αρμένιζε, αρμένιζε σε βελούδο από φλουριά
και χρύσιζε και ασήμιζε μέσα στον έβενο της νύχτας με το φεγγάρι για συντροφιά.
Μόνο ο απόηχος από κάπου μακριά σαν σε τραγούδι του πιλάτευε γλυκά γλυκά τα αυτιά.
Άστρα μου, φτερά.
4-1-2019
Φωτογραφία : Sailing and dreams