Poem : Stamatina Vathi
17-10-2018
Ο καπνός στριφογύριζε φιδογυριστός.
Έκανε κόντρα με τις φλέβες στο χέρι,
αγκάλιαζε τις βαμμένες μπούκλες με άρωμα από περμανάντ και τόνους λακ,
κροταλίζοντας οι μασέλες σαν μπεγλέρι.
Διατυμπάνιζε μαζί τους ότι έκαναν χρόνια παρέα, φιλαράκια σε χαρμάνι ασίκικο,
στεφανωμένα με δαχτυλίδι και βέρα.
Οι ρυτίδες γινόντουσαν όλο και πιο βαθιές,
ήθελαν να σκάψουν βαθιά το πρόσωπο χωρίς ενοχές.
Και αυτά τα μάτια τα μισόκλειστα έλεγαν πολλά,
είχαν βαρεθεί λίγο την σαπίλα αυτού του κόσμου, αλλά ήταν αχόρταγα με επιφύλαξη για το τι θα δουν ξανά.
Η εμπειρία είχε γράψει ολόκληρα τεύχη με πρόλογο και θέμα,
μόνο ο επίλογος ακόμα φοβόταν να δώσει της ζωής το τελικό το τέρμα.
Η ζωή είναι γλυκιά αλλά και πικρή,
κάτι από μέντα, μέλι, πικραμύγδαλο και λεμόνι,
επιδόρπιο με σοφία και ενοχή.
Κάπου εκεί στο πόδι χήνας δίπλα στα μάτια,
καθρέφτες ψυχής,
σαν στο μισοσκόταδο να καρτερούσε ανάσα ανάσα νέο φως μιας Χαραυγής,
ήταν τα σημάδια από χαμόγελα που η ζωή σκορπούσε,
στιγμές χαράς και προσμονής.
“Μην μου μιλάς εμένα” έλεγε σε κάθε ρουφηξιά,
“Εγώ την ζωή την έζησα στα άσχημα και τα καλά”.
“Έχω πιει σταγόνα σταγόνα την κάθε στιγμή και εάν θέλεις να μάθεις, δηλώνω στις επάλξεις, τρανός αγωνιστής”.
Ο καπνός την ήξερε από παλιά,
φίλοι καλοί στον πόνο, στο δάκρυ, στο γέλιο και στην χαρά.
Οι φλέβες τεντονώντουσαν σε ένα χορό
και οι ρυτίδες την χάιδευαν γλυκά σε ένα γλυκόσυρτο ρυθμό.
” Έχω ζήσει την ζωή στον υπέρτατο εκθέτη και την αγαπώ…. ”
Φωτογραφία : John Gill