Poem: Stamatina Vathi
22-8-2016
Δυο χείλη καυτά, μικρές πύρινες φλόγες.
Να γελάνε γλυκά, να κάνουν νάζια, να παιδεύουν στους αιώνες.
Σαν να έχουν χαθεί οι ματιές του στο σχήμα τους.
Να περιμένει τι θα πουν, τι σχήμα θα πάρουν, τι θα πρωτογευτούν.
Ένα βλέμμα διαπεραστικό σαν να θέλει να τον εξαυλώσει.
Να τον φτάσει στο μηδέν και μετά να τον ανυψώσει.
Να τον κοιτά βαθιά στα μάτια σαν να θέλει να τον αποτυπώσει.
Να του ρουφίξει την ψυχή, να τον κατακεραυνώσει.
Μια μύτη του ονείρου να τον μυρίσει σαν άγριο πλάσμα.
Να του αισθανθεί τα θέλω, να τον καταλάβει στα πιο μυστήρια βάθη και πιστεύω.
Βλέμμα στο βλέμμα, σάρκα στην σάρκα.
Καμπύλες μπλεγμένες στου πόθου την κάυτρα.
Πόλεις να πυρπολούνται, κάστρα να πέφτουν.
Ψυχές φλεγόμενες, καρδιές παρελκόμενες στου πάθους την στράτα.
Θράσος, πόθος, ενώσεις σε αλαλαγμους.
Φωνές σιωπηλές, σιωπές εκκωφαντικές σε άλλους ρυθμούς.
Δύο κορμιά σε ένα, σε πλήρη πεμπτουσία.
Είναι δόσιμο μέχρι το ναδίρ, ψυχής, αναπνοής και όλης της ουσίας.
Ανάσες χαμένες σε κόκκινα βελούδα.
Διαμάντια του ιδρώτα στα σώματα, ψυχές που αφήνουν δυνατά αποτυπώματα.
Όπως πέφτει της νύχτας το μαύρο το σεντόνι,
αστέρια στο προσκέφαλο, φεγγάρι στο τιμόνι.
Τους πηγαίνει σε μονοπάτια της φυγής,
της ένωσης της πραγματικής.
Ψυχές, καρδιές και ουσίες στου φεγγαριού τις ιστορίες.
Φλόγες του ονείρου μέσα σε ανάσες της ζωής,
σε δόσιμο σώματος και ψυχής.
Σαν πέταλα από άνθη πανω στου φεγγαριού το ολόχρυσο κρεβάτι.
Μετά γεμάτοι και αποκαμωμένοι στου ύπνου την γλυκιά αγκαλιά να γύρουν κοιμισμένοι και αποθεωμένοι.
Φωτογραφία: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΑΚΑΛΗΣ