Ποίημα: Stamatina Vathi
6-10-2017
Και τα κύματα χτυπούσαν με δύναμη εκδικητική,
έκαναν πάταγο, φωνές άγριες, οδυρμοί.
Ένα δάκρυ αιώνιο από μια ουράνια πληγή,
έτρεξε άγρια, χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχή.
Τα σύννεφα, γκρίζα λόγια, φαρμακερά,
να διώχνουν ότι πιο αθώο, να στερούν κάθε αγκαλιά.
Έτριξε, έτριξε μια πόρτα, αλλαλαγμοί,
χάθηκε κάθε αγνό γέλιο, κάθε ελπίδα στην ζωή.
Σκισμένα ρούχα, νύχια μέσα στα σωθικά,
άγρια μαύρα μάτια, κάρβουνα αληθινά.
Κάψε, Κάψε κάθε λέξη, κάθε άσχημη σκέψη,
αίμα ποτάμια ολάκερα, λάβα καυτή να τρέξει.
Πόνος, πόνος δυνατός,
μέσα στα στήθια φλόγα, λόγος ισχυρός.
Σπάει σίδερα, τρυπάει ατσάλι η πονηριά,
λάβα που καίει συθέμελα, τα κάνει όλα υγρά.
Σάρκες, θέλω και πλεονασμός να τρέχει ασύστολα,
να χάνεται,
μετά γκρεμός.
Γεράκι με δυνατά φτερά, να σκίζει με το βλέμμα,
να παραμένει εκεί κοντά.
Τα κύματα αναγκαστικά σιωπούν,
δύο χέρια, δύο μάτια, ψηλά να κοιτούν.
Τα σύννεφα γνώρισαν την φιγούρα,
αποφάσισαν να φύγουν, να κρυφτούν.
Σκούπισε το δάκρυ, έπηξε το αίμα,
δόθηκε το έναυσμα για τον νέο της γης το σπέρμα.
Θα φυτρώσει νέα αρχή,
μαύρα μάτια, κάρβουνα, φωνή γνωστή.
Τα κοράκια θα φύγουν,
το γεράκι θα πάει στην πιο ψηλή κορφή.
Βγήκε ο ήλιος,
τρίστρατο χάδι, ψυχής κλειδί.
Προστασία δυνατή,
μάτι μέσα από τον ουρανό και την γη.
ΖΩΗ
Η θάλασσα έγινε σαν λίμνη,
καθρέφτης τεράστιος να κοιτάει τον εαυτό του ο ήλιος.
Να χαϊδεύει την επιφάνεια,
να ετοιμάζεται να κοιμηθεί,
το τοπίο ηρέμησε,
το φεγγάρι θα βγει.
Το γεράκι κούρνιασε,
αλλά το σπαθί είναι έτοιμο να βγει.
Μια ηρεμία που ξέρει ότι δεν φοβάται την καταιγίδα και την αστραπή.
Κομήτες δυνατοί, ψίθυροι, οιωνοί.
Μεγάλα μυστικά,
να κροταλίζουν βουβά στην σιωπή.
Μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά,
χαμόγελο στο στόμα,
πολλά είναι φαινομενικά.
Απαλές οροσειρές θα κρύψουν της ημέρας το φως,
θα φανούν τα αστέρια, θα γίνει μαύρος ο ουρανός.
Και δύο χείλη γλυκά θα σιγομουρμουρίσουν μέσα στην σιγαλιά.
Είναι τα κρυφά μυστικά που είναι μόνο για ορισμένα πλάσματα και αυτιά.
Θα έρθει μετά μια ηλιαχτίδα να δώσει δύο φιλιά.
ΣΕ ΑΓΑΠΑ.
Θα γίνει πτήση σε κάθε σημείο του ορίζοντα.
Τα σύννεφα πια θα είναι μια αγκαλιά.
Μόνο όταν αυτή πονά,
η θάλασσα κονταροχτυπά.
Την σκέφτεται αληθινά.
Άνεμος, λόγια ΔΥΝΑΤΑ,
πάνω από τους λόφους,
πετάνε αντάμα δύο πουλιά.
Φτερά.
Καρδιά που χτυπά.
Χτυπά αληθινά.
Φωτογραφία: Stuart Sanderson